monástico - ορισμός. Τι είναι το monástico
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι monástico - ορισμός

PÁGINA DE DESAMBIGUACIÓN DE WIKIMEDIA
Monástica; Monásticos; Monásticas

monástico         
adj.
Perteneciente al estado de los monjes o al monasterio.
monástico         
Expresiones Relacionadas
monástico         
monástico, -a (del lat. "monasticus") adj. De [o como de] monasterio.

Βικιπαίδεια

Monástico

Monástico/a hace referencia a varios artículos:

  • Lo relativo a un monasterio
  • Orden monástica, en el catolicismo;
  • Vida monástica, monacato, vida religiosa o vida consagrada
  • Clausura monástica
  • Votos monásticos
  • Regla monástica
  • Arte monástico (véase arte románico, arte cisterciense, arte gótico, etc.)
  • Literatura monástica[1]​ (véase, por oposición, patrística y escolástica)
  • Economía monástica (véase economía feudal)
  • Gastronomía monástica (véase gastronomía)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για monástico
1. Cuando los locales de cena y espectáculo se consideraban el colmo de lo casposo y nos retirábamos a restaurantes de aspecto monástico a comer con música ambient, resulta que en Londres proliferan los llamados supper clubs (copas con cena). Estos establecimientos, que nacieron en EE UU en los cuarenta, ofrecían como reclamo un conveniente "todo en uno": comida, alcohol, música en directo y baile bajo techo.
Τι είναι monástico - ορισμός